κουτσοχέρης, -α, -ικο

κουτσοχέρης, -α, -ικο
κουλοχέρης, κουλός.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κουτσοχέρης — α, ικο 1. αυτός που έχει κομμένο ή κομμένα χέρια ή έχει αναπηρία στα χέρια, κουλοχέρης, κουλός 2. (το ουδ.) (για σκεύος) αυτό που τού λείπει η λαβή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουτσο * + χέρης (< χέρι), πρβλ. ανοιχτο χέρης, απλο χέρης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”